- τετανία
- Κατάσταση αυξημένης διεγερσιμότητας του νευρικού συστήματος. Μπορεί να εκδηλωθεί γύρω στον τρίτο ή τέταρτο μήνα από τη γέννηση ή κατά την εφηβία και αποτελεί το σημαντικότερο σύμπτωμα του υποπαραθυρεοειδισμού. Ο παροξυσμός προκαλείται από υπασβεστιαιμία, από αλκάλωση, ή και από τα δύο. Η πρώτη τ. μπορεί να οφείλεται σε ανεπαρκή έκκριση της ορμόνης των παραθυρεοειδών αδένων, σε ανεπαρκή πρόσληψη ασβεστίου με τις τροφές (σπάνια), σε υπερβολική απώλεια ασβεστίου με τα κόπρανα και, σε πρόωρα νεογνά, σε ακατάλληλη διατροφή με αγελαδινό γάλα, που δυσκολεύει την απορρόφηση του ασβεστίου. Η δεύτερη παρατηρείται σε περιπτώσεις υπεραερισμού των πνευμόνων ή από απώλεια, με εμετούς, του υδροχλωρικού οξέος του στομάχου.
Θεραπεία εκλογής είναι η χορήγηση βιταμίνης D σε μεγάλες δόσεις. Το διαιτολόγιο πρέπει να είναι φτωχό σε αγελαδινό γάλα. Εκτός αυτών χρήσιμη είναι και η χορήγηση σκευασμάτων ασβεστίου.
Μια ειδική μορφή τ. είναι αυτή που παρατηρείται σε άτομα που εγχειρίστηκαν στον θυρεοειδή αδένα, αν τους αφαιρέθηκαν ή καταστράφηκαν οι παραθυρεοειδείς αδένες. Στην περίπτωση αυτή η θεραπεία βασίζεται στη χορήγηση ασβεστίου και ορμόνης των παραθυρεοειδών αδένων ενδομυϊκά και σε ηπιότερες περιπτώσεις με μορφή κάψουλας.
* * *η, Ν1. ιατρ. σύνδρομο νευρομυϊκής υπερδιεγερσιμότητας, που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση συμμετρικών συσπάσεων τών άκρων με πόνους και παραισθήσεις και έχει πολλαπλή αιτιολογία2. φρ. α) «τετανία τών χόρτων»(κτην.) ζωονόσος η οποία χαρακτηρίζεται από σπασμούς οφειλόμενους σε έλλειψη μαγνησίου και προσβάλλει κυρίως τις αγελάδες και τα πρόβατα, ιδίως μετά από τη βοσκήβ) «τετανία τής μεταφοράς»(κτην.) ζωονόσος που εκδηλώνεται με σπασμούς και παρατηρείται κυρίως στις έγκυες ή επιτόκιες αγελάδες και, σπανιότερα προβατίνες και φοράδες, όταν υποχρεώνονται να κάνουν μεταφορές ύστερα από μακροχρόνια παραμονή σε βοσκότοπογ) «τετανία τών μοσχαριών»(κτην.) ζωονόσος που εκδηλώνεται με σπασμούς σε μοσχάρια ηλικίας λίγων μηνών τα οποία τρέφονται αποκλειστικά με γάλα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetany (< τέτανος)].
Dictionary of Greek. 2013.